- ομόφωτος
- ὁμόφωτος, -ον (Α)(για την Αγία Τριάδα) αυτός που φέγγει, που φωτίζει με τον ίδιο τρόπο, που έχει το ίδιο φως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + φῶς, φωτός (πρβλ. ολό-φωτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek